Πάντα πίστευτα πως το Dark Souls είναι από τα “παρεξηγημένα” παιχνίδια. Μην μπερδευτείτε, δεν εννοώ πως δεν είναι κορυφαίο όπως προστάζει η φήμη του, αλλά πως θεωρείται κορυφαίο για λάθος λόγους. Όχι η δυσκολία του, ούτε ο διασυνδεδεμένος κόσμος του. Αυτά που κάνουν το Dark Souls μία μοναδική παρουσία στο gaming είναι το απόλυτο “κούμπωμα” του multiplayer με το single-player, η ύπαρξη μιας απλής ιστορίας στο παρασκήνιο με έναν εκτενή και ευφάνταστο μύθο, εκείνες οι χορογραφίες στις μάχες που δίνουν συγχωροχάρτι στα όποια αρνητικά.
Φυσικά, δεν είναι ένα παιχνίδι δίχως ελαττώματα ούτε υπήρξε ποτέ κομψοτέχνημα. Όταν βγήκε το 2011 στις κονσόλες, υπέφερε από σωρεία τεχνικών προβλημάτων και βέβαια ποιος ξεχνάει την έκδοση για PC στην αρχική της μορφή, με όλες τις παράλογες επιλογές των developers. Ίσως για λόγους... εξιλέωσης, περισσότερο μάλλον για οικονομικούς λόγους, το Dark Souls επανακυκλοφορεί ως remaster, δηλαδή με ένα φρέσκο λούστρο και υψηλότερη ανάλυση. Θα μπορούσα σε δύο γραμμές να βγάλω ένα συμπέρασμα για το Dark Souls Remastered και θα έλεγα κάτι του τύπου “την κάνει την δουλειά του, πάρτε το”. Το πιο σημαντικό ζήτημα εδώ πέρα όμως είναι αν το παιχνίδι παραμένει ένα αριστούργημα, μετά από επτά χρόνια και διάφορες συνέχειες και μιμητές.
Επιμένω: δεν βρίσκω τον λόγο να επαινείται το Dark Souls τόσο πολύ για την δυσκολία του. Το δίχως άλλο, το remaster (ίσως και ο τριψήφιος αριθμός ωρών που είχα ξοδέψει στο αρχικό παιχνίδι) φέρνει στην επιφάνεια προβλήματα που συχνά παραβλέπονται. Για έναν τίτλο που ισχυρίζεται πως δίνει ιδιαίτερο βάρος στην τακτική των αναμετρήσεων, τα animations και τα hitboxes των εχθρών δεν συμπεριφέρονται πάντα με σχολαστική ακρίβεια, κάτι που οπωσδήποτε εκτινάσσει την αδικία. Άδικη είναι και η τοποθέτηση των εχθρών, πονηρή και οριακά ύπουλη ώστε να δοθεί ένας αποπνικτικός αέρας στον κόσμο του παιχνιδιού. Φυσικά, δεν είναι όλα κακά. Μία μεγάλη γκάμα όπλων, με ξεχωριστές κινήσεις και δυνατότητες, οι μαγείες και οι πυρομαντείες, εχθροί με διαφορετικές εξαντρίκ απαιτήσεις και αδυναμίες, συνθέτουν όντως ένα πολύ δυνατό σύνολο gameplay.
Ναι, παρά την γκρίνια μου, όταν γίνεται με προσοχή, η ενασχόληση με το Dark Souls είναι απολαυστική. Εν τέλει, αυτό ίσως να ήταν και το ζητούμενο εξαρχής, να απαιτεί δηλαδή το παιχνίδι από τον παίκτη συνεχή προσοχή και εγρήγορση και οι παραπάνω ατέλειες απλά να διογκώνουν το φαινόμενο. Η κίνηση στο Lordran παραμένει συνεπώς αργή και με επιφυλακτικότητα αφού, όσες ώρες και αν περάσουν, ο κίνδυνος καραδοκεί σε κάθε γωνιά. Άλλωστε, ποιος ξεχνάει τις μάχες με τα αφεντικά; Το ένα σπουδαίο βάσανο μετά το άλλο, αυτά τα ενώπιος ενωπίω με εχθρούς μακράν δυνατότερους σε συνθήκες μερικές φορές δύσκολες είναι ξεχωριστή ευχαρίστηση. Ευφυώς, το παιχνίδι δεν σταματά μόνο στη νίκη έναντι των εχθρών αυτών, αλλά σας δίνει και την ψυχή τους ως αντικείμενο για να τη χρησιμοποιήσετε αργότερα όπως νομίζετε.
Ναι, το Dark Souls είναι γεμάτο συμβολισμούς, από τους διεφθαρμένους του θεούς, τους πεσόντες ήρωες, την φλόγα που σβήνει μέχρι την ίδια τη φύση του ήρωα, του απέθαντου και το ιδιαίτερο νόημα της “humanity” ως αντικείμενο. Αυτοί διατηρούν καλά το νόημα τους και το ευτυχές είναι πως θα το κάνουν για πάντα. Η αφαιρετική πλοκή του παιχνιδιού αφήνει χώρο για νοήματα, ίσως διαφορετικά ανά παίκτη, σίγουρα όμως είναι από τις λίγες περιπτώσεις στο gaming που παντρεύεται τόσο καλά με το ίδιο το gameplay. Μιλάω σαφώς για τα coventants ή, αλλιώς, τις διεξόδους multiplayer που δίνονται. Η λογική είναι πως στο σύμπαν του παιχνιδιού υπάρχουν παράλληλες διαστάσεις των οποίων τα όρια ταράσσονται από το σβήσιμο της φλόγας (ή το τέλος του κόσμου, όπως θέλετε πείτε το).
Επί του πρακταίου, αυτό σημαίνει πως μπορείτε να εισβάλετε στους κόσμους παικτών, με δολοφονικές διαθέσεις ή και να τους βοηθήσετε σε κάποιο δύσκολο σημείο. Φυσικά μπορούν να το κάνουν και οι άλλοι σε εσάς. Όλα αυτά δικιαολογούνται τρόπον τινά από τις περιγραφές του εκάστοτε covenant και το ζήτημα του multiplayer στο Dark Souls είναι αρκετά εκτενέστερο από την απλή αυτή περιγραφή, αφήνω όμως όσους δεν το γνωρίζουν ήδη να το ανακαλύψουν μόνοι τους – ή να διαβάσουν το review της πρώτης έκδοσης. Σημασία έχει πως αυτή τη φορά, πολλοί περισσότεροι παίκτες είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν, βεβαίως και να επιτεθούν, οπωσδήποτε όμως να ασχοληθούν. Όντως, ποτέ άλλοτε δεν έχει υπάρξει τόσο μεγάλος πληθυσμός στο Lordran και, επιτέλους, ακόμα και κάποια δυσνόητα σημεία της δομής του multiplayer μπαίνουν σε εφαρμογή, αρκετά συχνά κιόλας.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου