Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Fight Night Champion

Για άλλη μία χρονιά η EA έρχεται να “παίξει” ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο στο χώρο της πυγμαχίας, έχοντας ήδη εξαλείψει με ιδιαίτερη ευκολία τον ανταγωνισμό. Η υψηλή ποιότητα παραγωγής που διακατέχει τη συγκεκριμένη σειρά, αλλά και η αλματώδης βελτίωση που είχε στο Fight Night Round 4, τη βοήθησαν στην κυριαρχία της στο -κατά το κοινώς λεγόμενο- άθλημα του μποξ. Ειδικά στο τέταρτο μέρος, η αληθοφάνεια και ο βαθμός εξομοίωσης έφτασαν σε πολύ μεγάλα επίπεδα, προσφέροντάς μας έντονους αγώνες που απεικονίζονταν, εκτός ορισμένων τεχνικών προβλημάτων, με μεγάλη φυσικότητα.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι ήδη ένα μεγάλο βήμα επιτεύχθηκε με το Round 4 οι αλλαγές που έχει να επιδείξει το νέο Fight Night Champion δεν αποτελούν μία νέα επανάσταση, αλλά περισσότερο προσθήκες και βελτιώσεις-ρυθμίσεις στον τεχνικό και gameplay πυρήνα του προηγούμενου τίτλου.
“I can't be beat and I won't be beat”
Αντί όμως να σταθεί σε μία απλή ετήσια βελτίωση, η EA Canada έρχεται να προσφέρει κάτι εντελώς καινούριο για το franchise αλλά και –γενικότερα- για το είδος των ψηφιακών αθλημάτων μέσω του Champion Mode. Στο τελευταίο αναλαμβάνουμε το ρόλο του Andre Bishop, ενός μποξέρ της κατηγορίας των μεσαίων βαρών και θα παρακολουθήσουμε την πορεία του από τους ερασιτεχνικούς αγώνες στους επαγγελματικούς. Η υπόθεση του συγκεκριμένου mode αποτελείται γενικώς από διάφορα “κλισέ” και στερεότυπα χαρακτήρων, που όμως χάρη στους καλογραμμένους διαλόγους δε γίνεται ποτέ κουραστική.
Μέσω της υπόθεσης του τίτλου θα δούμε τον –εξαιρετικά συμπαθή- Andre Bishop να καταδικάζεται για ένα αδίκημα που δεν έκανε έπειτα από την απόρριψη της πρότασης συνεργασίας με τον “κακό” παραγωγό αγώνων μποξ. Από εκεί και ύστερα θα παρακολουθήσουμε τον εγκλεισμό του πρωταγωνιστή πίσω από τις μπάρες της φυλακής, όπου θα πάρουμε μέρος σε ορισμένους εντυπωσιακούς παράνομους αγώνες, αλλά και την επάνοδό του έπειτα από την έκτιση της ποινής.
Στην πορεία θα δούμε χαρακτήρες και προβλέψιμες καταστάσεις που...κάπου έχουμε ξαναδεί, αλλά ευτυχώς η πολύ καλή σκηνοθεσία των cut-scenes -καθώς και η γρήγορη και περιεκτική ροή του σεναρίου- καθιστούν την συγκεκριμένη ιστορία –το λιγότερο- ευχάριστη στην παρακολούθησή της. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η επαγγελματική δουλειά των ηθοποιών καταφέρνει να δώσει ζωή στους χαρακτήρες, κάτι στο οποίο βοηθάει καταλυτικά και η φυσικότητα της κίνησης και έκφρασης των ψηφιακών μοντέλων.

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου