Έως και έξι χρόνια πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της άνοιας μπορεί να προβλέψει μια απλή εξέταση που κάνουν συνήθως τακτικά όλοι οι άνθρωποι μετά την ηλικία των 45 ετών. Τα παραπάνω εκτιμά μια νέα μελέτη τα ευρήματα της οποίας θα παρουσιαστούν στις επιστημονικές συνεδρίες της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας 2024 στο Σικάγο.
Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), υπολογίζεται ότι περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 65 ετών και άνω ζούσαν με άνοια το 2014. Δυστυχώς τα νέα είναι δυσοίωνα καθώς ο πληθυσμός αυτών των ασθενών προβλέπεται να διπλασιαστεί έως το 2060, δηλαδή σε 36 χρόνια από σήμερα.
Παλαιότερες έρευνες έχουν συσχετίσει την υψηλή χοληστερόλη στη μέση ηλικία με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της πάθησης που ουσιαστικά «εξαφανίζει» τη μνήμη. Σήμερα, επιστήμονες από την Αυστραλία, που παρακολούθησαν σχεδόν 10.000 ενήλικες στα 70 τους, διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν σταθερά επίπεδα χοληστερόλης είχαν σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να διαγνωστούν ή να παρουσιάσουν γνωστική έκπτωση.
Οι ειδικοί ελπίζουν ότι οι τακτικοί έλεγχοι χοληστερόλης θα μπορούσαν πλέον να αξιοποιηθούν ώστε να εντοπίζονται νωρίτερα τα άτομα με κυμαινόμενα επίπεδα χοληστερόλης, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους μελλοντικούς ασθενείς με άνοια να λάβουν θεραπεία νωρίτερα.
Πάντως οι ερευνητές, που χαρακτήρισαν τα ευρήματα σημαντικά, αναγνώρισαν ότι η εργασία τους ήταν απλώς παρατηρητική και δεν μπορούσαν να αποδείξουν γιατί οι κυμαινόμενες τιμές μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο της πάθησης.
Ο Δρ. Zhen Zhou, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και ειδικός σε θέματα χρόνιων παθήσεων και γήρανσης στο Πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης, δήλωσε: «Οι ηλικιωμένοι με κυμαινόμενα επίπεδα χοληστερόλης, άσχετα με το αν έπαιρναν φάρμακα για τη μείωση των λιπιδίων, μπορεί να δικαιολογούν στενότερη παρακολούθηση και προληπτικές παρεμβάσεις».
Επίσης, ο καθηγητής Fernando Testai, ειδικός στη νευρολογία και την αποκατάσταση στο Πανεπιστήμιο του Illinois Chicago ανέφερε: «Αυτή η μελέτη προσθέτει ένα σημαντικό κομμάτι στο παζλ της διατήρησης της υγείας του εγκεφάλου, παρέχοντας στοιχεία ότι η αυξανόμενη μεταβλητότητα στα επίπεδα χοληστερόλης σχετίζεται με τη γνωστική έκπτωση». Σημειώνεται ότι η μελέτη δεν συμπεριέλαβε άτομα που άρχισαν ή σταμάτησαν να παίρνουν φάρμακα για τη μείωση των λιπιδίων κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας με συνέπεια τα αποτελέσματα να μην εμπεριέχουν δεδομένα από την επίδραση των στατινών.
«Από πρακτική άποψη, η μη προσκόλληση σε στρατηγικές που βελτιώνουν το λιπιδικό προφίλ, όπως η υγιεινή διατροφή και η άσκηση, μπορεί να επιδεινώσει τον αρνητικό αντίκτυπο των επιβλαβών λιπιδίων στον εγκέφαλο», συμπλήρωσε ο καθηγητής Testai.
Η μελέτη
Στη μελέτη, οι ερευνητές παρακολούθησαν σχεδόν 10.000 ενήλικες ηλικίας 70 ετών, κανένας από τους οποίους δεν έκανε καμία αλλαγή στη λήψη φαρμάκων για τη μείωση της χοληστερόλης. Σε μια παρακολούθηση έξι ετών, βρήκαν ότι 509 συμμετέχοντες εμφάνισαν άνοια και άλλοι 1.760 εμφάνισαν γνωστική έκπτωση χωρίς άνοια.
Όσοι είχαν υψηλότερες διακυμάνσεις στη χοληστερόλη ( το 25%) είχαν 60% περισσότερες πιθανότητες να έχουν διάγνωση άνοιας. Επίσης είχαν 23% περισσότερες πιθανότητες να υποστούν γνωστική εξασθένηση.
Εθελοντές με υψηλότερα επίπεδα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας –LDL ή «κακή» χοληστερόλη– ήταν πιο πιθανό να δουν σημαντικά ταχύτερες μειώσεις στις βαθμολογίες των τεστ γνωστικής υγείας και των τεστ που αφορούσαν τη μνήμη και την ταχύτητα αντίδρασης.
Από την άλλη πλευρά, η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL) θεωρείται καλή λόγω στοιχείων που δείχνουν ότι προστατεύει την καρδιά. Αφαιρεί τη χοληστερόλη από τις αρτηρίες και τη μεταφέρει στο συκώτι, για να διασπαστεί και να αφαιρεθεί από το σώμα, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών.
Ωστόσο, ορισμένες έρευνες έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την παραδοσιακή άποψη ότι τα υψηλότερα επίπεδα HDL είναι καλύτερα. Στην παρούσα μελέτη, πάντως, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι υψηλές διακυμάνσεις της HDL δεν σχετίζονται με άνοια ή γνωστική έκπτωση.
Σημειώνεται ότι οι επιστήμονες αναγνώρισαν ότι η έρευνα είχε ορισμένους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής κυρίως λευκών ενηλίκων (96%), πράγμα που σημαίνει ότι τα αποτελέσματα μπορεί να μην ισχύουν για άλλες ομάδες πληθυσμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου